
Ένας πλούσιος βεδουίνος που τον έλεγαν Αμπούλ Χουσείν αποφάσισε κάποτε, μετά από προτροπή των φίλων του, να παντρευτεί.Διάλεξε μια κόρη ωραία σαν το ολόγιομο φεγγάρι.Τη μέρα του γάμου του άνοιξε τις πόρτες του σπιτιού του και έκανε μια λαμπρή γιορτή.Όλοι οι καλεσμένοι έφαγαν και ήπιαν με την ψυχή τους.Οδήγησαν τη σύζυγο σε όλο το σπίτι.Η νύφη άλλαζε φόρεμα σε κάθε δωμάτιο.Τελικά, οι γυναίκες την οδήγησαν στη γαμήλια κάμαρα και την ετοίμασαν να υποδεχτεί το σύζυγό της.
Ο Αμπούλ Χουσείν μπήκε στο δωμάτιο με συνοδεία.Κάθισε για μια στιγμή αξιοπρεπώς σε ένα ντιβάνι.Σηκώθηκε μετά από λίγο για να ευχαριστήσει τις γυναίκες και να τους δώσει άδεια να φύγουν, όταν ξαφνικά-τί ατυχία- άφησε μια πορδή που περιγράφεται στις "Χίλιες και Μία Νύχτες" σαν "τρομερή και ηχηρή".
Οι γυναίκες προσποιήθηκαν ότι μιλούσαν μεταξύ τους και ότι δεν άκουσαν τίποτα.Η σύζυγος γελώντας κουδούνισε τα βραχιόλια της.Ο Αμπούλ Χουσείν όμως, καταντροπιασμένος, βγήκε στην αυλή, σέλωσε το άλογό του και εξαφανίστηκε στα σκοτάδια της νύχτας.
Έφτασε στη θάλασσα, είδε ένα πλοίο που σαλπάριζε για την Ινδία και επιβιβάστηκε.
Είχε αποφασίσει να τον ξεχάσουν στην ίδια του την χώρα.Άφηνε πίσω του μια ολόκληρη ζωή.
Στην Ινδία, καθώς ήταν πολύ ικανός, δημιούργησε από την αρχή μια νέα ζωή,πολύ λαμπρή.Έγινε έμπιστος ενός βασιλιά και τον σέβονταν όλοι.
Αφού πέρασαν δέκα χρόνια, τον κυρίευσε νοσταλγία για την πατρίδα.Αναστέναζε αδιάκοπα και σκεφτόταν την πόλη και το σπιτικό του.Μια μέρα το έσκασε.Μεταμφιέστηκε σε δερβίση και τελικά έφτασε στο λόφο που δέσποζε πάνω από την πόλη του.Με δάκρυα στα μάτια, αναγνώρισε το δώμα του παλιού σπιτιού του, καθώς και τα γειτονικά σπίτια.
Κατέβηκε από το λόφο και ακολούθησε τα στενοσόκακα για να φτάσει στο σπίτι του.Την ώρα που περπατούσε στο δρόμο, με την καρδιά γεμάτη συγκίνηση, είδε μια γριά που ξεψείριζε ένα κοριτσάκι δέκα περίπου χρονών.Την ώρα που περνούσε, άκουσε χωρίς να το θέλει το μικρό κοριτσάκι να ρωτάει:
"Ποια χρονιά γεννήθηκα;"
"Γεννήθηκες", της απάντησε η γριά, "δύο χρόνια μετά την πορδή του Αμπούλ Χουσείν".
Ο Αμπούλ Χουσείν πάγωσε.Η πορδή του είχε γίνει σημαντική ημερομηνία στα χρονικά της πόλης.Είχε γίνει τμήμα της ιστορίας.Και ο δυστυχής σκέφτηκε:
"Η πορδή μου επέζησε τόσο χρόνο όσο χρόνο χρειάζονται τα άνθη της φοινικιάς για να μεγαλώσουν".
Έκανε μεταβολή τρέχοντας και έφυγε για να μην επιστρέψει ποτέ.Γύρισε στην Ινδία κι από τότε έζησε μέσα στη θλίψη μέχρι το θάνατό του.
ιστορία από τον "Κύκλο των σοφών" του "Jean-Claude Carriere