Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Μια φυλακή...


O Τουρ Μαλάνγκ, γνωστός ως ο Μαύρος Δερβίσης, όταν άκουσε ότι θα φεύγαμε από την Καμπούλ την επόμενη μέρα για να πάμε στο Κανταχάρ, μας έκανε μια πρόταση."Θα χρειαστεί μια μικρή παράκαμψη".Τότε ο δερβίσης μας έδωσε το όνομα ενός χωριού."Λίγο πριν μπείτε στο χωριό, θα δείτε δεξιά σας ένα παλιό άσπρο κτίριο.Είναι φυλακή.Στην άλλη πλευρά του δρόμου, θα βρείτε έναν άνδρα να κάθεται κοιτάζοντας την φυλακή.Πηγαίνετε να του μιλήσετε.Είναι μαθητής μου".Μας εξήγησε στη συνέχεια ότι ο άνδρας υπήρξε μαθητής του για πολλάχρόνια, αλλά ήταν θύμα μιας ιδιοσυγκρασίας τόσο βίαιης που τον οδηγούσε σε ξεσπάσματα για τα οποία πάντοτε μετάνιωνε, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να τα ελέγξει.Μια μέρα διέπραξε ένα τρομερό έγκλημα- ίσως είχε σκοτώσει κάποιον, δε θυμάμαι πια- και συγκλονισμένος από την πράξη του έτρεξε στον δερβίση για να του εξομολογηθεί την ανακολουθία της συμφοράς του.Ο Τούρ Μαλάνγκ ήξερε ότι, αν ο άνδρας έμπαινε φυλακή, απλώς θα θέριευε η έμφυτη μανία του και θα χανόταν η ευκαιρία να γλιτώσει απ' το εσωτερικό του σκοτάδι,δουλεύοντας όμως τόσα χρόνια μαζί του είχε διαβλέψει μια κρυφή πλευρά στον χαρακτήρα του άνδρα και ήταν βέβαιος ότι, αν μπορούσε να ενισχυθεί αυτή η πλευρά, όλα τ' άλλα θα μεταμορφώνονταν."Έπρεπε να του βρω έναν τρόπο για να γίνει πιο δυνατός κι όχι να καταστραφεί",συνέχισε."Και ευτυχώς είχα έναν άλλο μαθητή, έναν γέρο δικαστή".
"Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο νόμος λέει ότι ο νεαρός πρέπει να τιμωρηθεί, κι αυτό είναι δίκαιο",είπε στον δικαστή,"αλλά θέλω να τον δώσεις σ' εμένα να τον τιμωρήσω.Σου τ' ορκίζομαι, η δική μου τιμωρία θα είναι σκληρότερη απ' τη δική σου".
Καθώς ο δικαστής είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον δερβίση, συμφώνησε, βρίσκοντας τρόπο να παραλλάξει το γράμμα του νόμου και να ελευθερώσει τον κρατούμενο που είχε προφυλακίσει.Ο δερβίσης τότε απήγγειλε την καταδικαστική του απόφαση.Ο νεαρός εγκληματίας έπρεπε να πάει να βρει μια φυλακή και να μείνει εκεί με τη θέλησή του για όλο το διάστημα της όποιας μέγιστης ποινής θα του επέβαλλε το δικαστήριο, στραμμένος προς τον τοίχο της φυλακής που θα διάλεγε ο ίδιος, χωρίς ποτέ να λησμονεί το έγκλημά του.

Πρόθυμα κάναμε την παράκαμψη, και βρήκαμε το μέρος χωρίς να δυσκολευτούμε.Στα δεξιά του δρόμου ήταν οι τοίχοι της φυλακής, στ' αριστερά μερικές μεγάλες πέτρες ήταν μισοθαμμένες στο παχύ στρώμα λευκής σκόνης και δυο κοντάρια κρατούσαν ψηλά ένα σχισμένο κομμάτι ύφασμα, ισχνή λωρίδα προστασίας απ' τον ήλιο του καταμεσήμερου.Εκεί ένας άνδρας κουρελής καθόταν μπροστά σε μια φωτιά και κάτι ανακάτευε μέσα σ΄ένα μεγάλο μεταλλικό τσουκάλι.Βγήκα από το Λαντ Ρόβερ και τον πλησίασα, ψιθυρίζοντας το όνομα του Τουρ Μαλάνγκ.Καθώς σήκωνε τα μάτια του,το βλέμμα του που διαπέρασε τα βρόμικα,μπερδεμένα μαλλιά και γένια με συγκλόνισε με τη δύναμή του.Ήταν σαν να σκαλίζεις τις στάχτες μιας φωτιάς που σβήνεικαι, ξαφνικά, να ξεθάβεις ένα πυρακτωμένο κάρβουνο.Ήταν φανερό ότι η γαλήνια αλλά γεμάτη δύναμη μορφή που καθόταν εκεί, μπροστά απ' τη φυλακή, περνούσε μια δεινή δοκιμασία εσωτερικής μεταμόρφωσης.Αν ποτέ κατόρθωνε να δαμάσει το δαίμονά του, αυτό θα γινότανσαφώς μέσα από τη διαδικασία που ήταν τώρα υπό εξέλιξη.Προτείνοντας ευγενικά την κουτάλα του, με προσκάλεσε να μοιραστώ το φαγητό του,αλλά, όταν κοίταξα μέσα στο τσουκάλι, αυτό που είδα μου προκάλεσε ναυτία κι έχασα το θάρρος μου.Ντράπηκα, αλλά έβαλα το χέρι στην καρδιά κι αρνήθηκα κουνώντας περίλυπα το κεφάλι.
Τί είναι αυτός ο παράξενος, μυστικός αγώνας που μπορεί κανείς να δώσει ενάντια στην ίδια του την αδυναμία και να την μετατρέψει σε δύναμη;Η αποδοχή δίνει πάντα την εντύπωση δειλίας και παθητικότητας.Η υποταγή θυμίζει μάλλον το σκυμμένο κεφάλι του κατακτημένου σκλάβου.Αλλά το κεφάλι αυτού του κατάδικου δεν ήταν σκυμμένο, η δε αποδοχή του ήταν μια πράξη δύναμης γιατί ήταν εκούσια.Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σηκωθεί και να φύγει, να ξαναγυρίσει στην αδυναμία.Το να μένει αντιμέτωπος με τον εαυτό του, αντιμέτωπος με μια φυλακή που διαρκώς του έστελνε σαν αντανάκλαση την επίγνωση της τρομερής φυλακής που είχε μέσα του, πρέπει να ήταν γι' αυτόν εξίσου τρομερό τίμημα.Αυτή την τιμωρία δε θα μπορούσε να την επινοήσει μόνος του.Η εντολή έπρεπε να δοθεί από κάποιον δυνατότερο που τον σεβόταν, που τον εμπιστευόταν.Χρειαζόταν να καταλάβει τη σημασία της κατάστασής του, και μόνο τότε, χάρη σε μια πραγματική, δυναμική αποδοχή, θα γινόταν ικανός να βρει τις αναγκαίες δυνάμεις για να σταθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό του.Το βλέμμα στα μάτια του κατάδικου και ο τρόπος που καθόταν απέναντι στη φυλακή αποτέλεσαν μια εικόνα που δεν έφυγε ποτέ απ' το μυαλό μου.

Θυμήθηκα ότι όταν συνάντησα τον Τουρ Μαλάνγκ ήθελα να του θέσω το αιώνιο ερώτημά μου :πώς μπορεί κανείς να ανταποκριθεί στη θολή υποψία ότι υπάρχει"κάτι άλλο" πέρα απ' τον καθημερινό κόσμο.Έτσι λοιπόν, προετομάζοντας τις ποιητικές μου εκφράσεις, έγειρα προς το μέρος του δερβίση."Στον Οίκο μου" είπα, προσπαθώντας να δώσω στη λέξη μια ιδιαίτερη συμβολική χροιά,"υπάρχουν πολλά δώματα, γεμάτα μ' έναν κυκεώνα από άχρηστα αντικείμενα".
Εκείνος έγνεψε καταφατικά, κι ένιωσα ότι καταλάβαινε τη μεταφορά μου.
"Πότε πότε", συνέχισα, " μου φαίνεται σαν ν' ακούω ήχους.Δεν ξέρω από πού έρχονται ούτε τί είναι..."
Έδειξε φανερό ενδιαφέρον και με διέκοψε."Τί είδους ήχους; Μήπως βγαίνουν απ΄τις σωληνώσεις; Φωνάξατε μάστορα;"
Έμεινα άναυδος, σίγουρος ότι με κορόιδευε αλλά καθώς συνέχιζε συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος συνηθισμένος να δίνει στους μαθητές του πρακτικές συμβουλές,και σύντομα οι φίλοι μου με γλίτωσαν ξαναδιατυπώνοντας το ερώτημα με όρους σαφείς και καθόλου ποιητικούς.Τα λόγια που δεχτήκαμε ως απάντηση έχουν ξεχαστεί από καιρό και στη θέση τους παραμένει η απάντηση στην αδέξια διατυπωμένη ερώτησή μου.
Κάποτε πολλά χρόνια αργότερα, στο Κιότο, έκανα σ' έναν δάσκαλο του Ζεν την ίδια ερώτηση που είχα κάνει στον Τουρ Μαλάνγκ, αν και κατάφερα να τη διατυπώσω καλύτερα:"Η επιθυμία μου να παλέψω με τον εαυτό μου είναι ασθενής.Πώς μπορεί κανείς να ενισχύσει τη θέληση;"
"Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα", μου απάντησε."Κανένας δε μπορεί να "κάνει" κάτι,Αν προσπαθήσεις να εξαναγκάσεις τον εαυτό σου δε θα βγει τίποτα.Αλλά η θέληση μπορεί να ενισχυθεί μόνη της, εάν τη θέτεις επανειλημμένα μπροστά σε αληθινά εμπόδια".
Ρώτησα έναν αξιόλογο Αφρικανό Σούφι, τον Αμαντού Χαμπατέ Μπα, ένα βράδυ σε φιλική συγκέντρωση στο Παρίσι,τί σήμαινε γι' αυτόν πεπρωμένο.Ήταν αλήθεια, άραγε, ότι η ανατολίτικη άποψη περί αδήριτου πεπρωμένου είναι μοιρολατρική και σε οδηγεί να δέχεσαι τα πάντα με την ίδια παθητικότητα;
"Και βέβαια όχι", απάντησε με σιγουριά."Όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια κρίση, μια επώδυνη κατάσταση, μια πιθανή τραγωδία, πρέπει ν' αγωνιστείς μ' όλες σου τις δυνάμεις για να την αποτρέψεις.Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολεμιστής, και πρέπει να μάχεται ενάντια στο πεπρωμένο και ποτέ να μην καταθέτει τα όπλα.Αυτή είναι η ελευθερία του.Μόνο όταν συμβεί το αναπόδραστο, τότε αλλάζουν όλα.Τότε το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε με προσευχές ούτε με κατάρες ούτε με τύψεις, κι εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος πρέπει να δεχτεί απόλυτα το πεπρωμένο, χωρίς να κοιτάξει πίσω.Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να είναι ελεύθερος".
Peter Brook "Νήματα Χρόνου" εκδ. κοαν

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

έλα να παίξουμε...


λέξεις...σκέψεις...λέξεις...
κουράστηκες...κλείνεις τα μάτια για μια στιγμή και ξεφυσάς...
παίρνεις και πάλι μια βαθιά ανάσα...ακούς ξαφνικά μια μελωδία και δυο στίχους...
αυτό είναι...


αν είμασταν στίχοι και μουσικές μόνο...ποιό τραγούδι θα ήσουν Εσύ τον καιρό αυτό;
έλα να παίξουμε...

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Άνοιξη μπαίνει...

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Άνοιξη μπαίνει μεσημέρι
και ένα ήλιος που σε ξέρει
παίζει στις πλάτες σου.
Βγάζεις καρέκλα στο μπαλκόνι,
ούτε ο Θεός δε σε γλιτώνει
απ' τις απάτες σου.

Πουλάς στον πάγκο τα όνειρά σου,
τα ορφανά ξανθά μωρά σου
να μη σου μείνουνε.
Τους λες «απόψε θα πεθάνω»
Και όλοι κάτι παραπάνω
στο τέλος δίνουνε.

Ένα τσιγάρο σε ρουφάει
και ως το τέλος θα σε πάει
Εδώ τρελαίνονται.
Ρίξε στη πόλη τη ματιά σου
Και πες μου πόσα είναι δικά σου
απ' όσα φαίνονται.

Ήθελες όλα να τ' αλλάξεις,
μα πριν προλάβεις να φωνάξεις
κάποιοι σου γνέφανε.
Τους πούλησες τον σαματά σου
Και τώρα μέτρα τα λεφτά σου
και τράβα πέθανε.

καλό μήνα σε όλους...

Αρχειοθήκη ιστολογίου