Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Η βουκαμβίλια


Το πρωί ο Αλέξανδρος, ο εγγονός μου που τον έχετε γνωρίσει από διάφορα posts εδώ, πήγε για πρώτη μέρα στο Σχολείο, στην Πρώτη Δημοτικού. Το Σχολείο του αρχίζει νωρίτερα, αλλά  σε λίγες μέρες, αρχίζουν τα μαθήματα σε όλα τα σχολεία. Και να που πριν λίγη ώρα, στο βιβλίο του Κρισναμούρτι που μεταφράζω αυτόν τον καιρό – «Η μόνη επανάσταση» – έπεσα σε ένα κομμάτι όπου ο Κρισναμούρτι μιλάει για ένα Δάσκαλο του Δημοτικού Σχολείου, στην Ινδία, που τον επισκέφτηκε για να συζητήσουν. Ε, μπορώ να μην σας μεταφέρω εδώ αυτό το κομμάτι και να το αφιερώσω σε όλους τους Δάσκαλους και τις Δασκάλες του Δημοτικού; Διαβάστε το και θα καταλάβετε γιατί έβαλα αυτόν τον τίτλο κι αυτή τη φωτογραφία που βλέπετε.
Καλό βράδυ
Π.
Ο επισκέπτης μας ήταν δάσκαλος Δημοτικού. Ήταν Βραχμάνος, με ένα καθαρό dhoti*, ξυπόλητος και φορούσε ένα Ευρωπαϊκό πουκάμισο. Ήταν καθαρός, με διαπεραστικό βλέμμα· είχε φανερά ευγενικούς τρόπους και ο χαιρετισμός του ήταν μια επίδειξη της ταπεινοφροσύνης του. Δεν ήταν πολύ ψηλός και μιλούσε αγγλικά αρκετά καλά, αφού ήταν δάσκαλος αγγλικών στην πόλη. Είπε ότι δεν κέρδιζε πολλά και όπως όλοι οι δάσκαλοι στον κόσμο πολύ δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Φυσικά ήταν παντρεμένος και είχε και παιδιά, αλλά όλα αυτά έμοιαζε να τα παραμερίζει σαν να μην είχαν καμιά σημασία. Ήταν ένας υπερήφανος άνθρωπος, με εκείνη την ιδιαίτερη υπερηφάνεια, όχι της επιτυχίας, όχι της ανώτερης κοινωνικής τάξης ή του πλούσιου, αλλά εκείνη την υπερηφάνεια μιας αρχαίας φυλής, του εκπρόσωπου μιας αρχαίας παράδοσης και ενός συστήματος σκέψης και ηθικής, που, όμως, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με αυτό που πραγματικά ήταν εκείνος. Η υπερηφάνειά του ήταν για το παρελθόν που εκπροσωπούσε, και το παραμέρισμα των τωρινών περιπλοκών της ζωής του, ήταν η κίνηση ενός ανθρώπου που τα θεωρεί όλα αυτά αναπόφευκτα αλλά εντελώς περιττά. Η προφορά του ήταν του Νότου, σκληρή και δυνατή. Είπε ότι είχε παρακολουθήσει τις ομιλίες, εδώ κάτω από τα δένδρα, για πολλά χρόνια. Το γεγονός ήταν πώς τον είχε φέρει ο πατέρας του όταν ήταν ακόμη φοιτητής και σπούδαζε στο Κολλέγιο. Αργότερα, όταν βρήκε την τωρινή μίζερη δουλειά του, ερχόταν από μόνος του κάθε χρόνο.
- Σας ακούω εδώ και πολλά χρόνια. Ίσως να καταλαβαίνω λογικά αυτά που λέτε, αλλά δεν μοιάζει να πηγαίνουν πολύ βαθειά. Μ’ αρέσει το τοπίο με τα δέντρα, κάτω από τα οποία μιλάτε, και κοιτάζω το ηλιοβασίλεμα κάθε φορά που το δείχνετε –πράγμα που κάνετε συχνά στις ομιλίες σας– αλλά δεν μπορώ να το νοιώσω· δεν μπορεί να μ’ αγγίξει μέσα μου ένα πεσμένο φύλλο ή να νοιώσω τη χαρά των ίσκιων του σούρουπου, που χορεύουν πάνω στο χώμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καθόλου αισθήματα. Έχω, φυσικά, διαβάσει πάρα πολύ, τόσο την αγγλική λογοτεχνία όσο και την λογοτεχνία της πατρίδας μου. Μπορώ και απαγγέλλω ποιήματα, αλλά η ομορφιά που βρίσκεται πέρα από τις λέξεις μου διαφεύγει. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι σκληρότερος, όχι μόνον με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, αλλά και με όλους. Στο Σχολείο βάζω τις φωνές στα παιδιά, όλο και περισσότερο. Αναρωτιέμαι γιατί έχω χάσει την απόλαυση του ηλιοβασιλέματος – αν την είχα ποτέ! Αναρωτιέμαι γιατί δεν νοιώθω πια έντονα για τις εκδηλώσεις του κακού που υπάρχουν στον κόσμο. Το καθετί το βλέπω λογικά, με το μυαλό, και μπορώ να συζητήσω αρκετά καλά –έτσι τουλάχιστον νομίζω– με οποιονδήποτε. Γιατί, λοιπόν, υπάρχει αυτό το χάσμα ανάμεσα στον νου και στην καρδιά; Γιατί να έχω χάσει την αγάπη και το αίσθημα της γνήσιας συμπόνιας και ενδιαφέροντος για τους άλλους;
- Κοιτάξτε αυτή την βουκαμβίλια, κύριε, έξω από το παράθυρο… Βλέπετε έστω την εικόνα; Βλέπετε το φως που πέφτει επάνω της, την διαφάνεια, το χρώμα των κόκκινων λουλουδιών και των πράσινων φύλλων της, το σχήμα και την ποιότητά τους;
- Την κοιτάζω, αλλά δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για μένα. Και υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι σαν και μένα. Έτσι ξαναγυρνάω στο ίδιο ερώτημα:  γιατί υπάρχει αυτό το κενό ανάμεσα στη λογική και στα αισθήματα — στο μυαλό και στην καρδιά;
- Μήπως επειδή η εκπαίδευσή μας δεν ήταν ποτέ καλή, αφού εκείνο που μας καλλιέργησαν στο Σχολείο – από τα πρώτα παιδικά μας χρόνια – είναι μόνο η μνήμη και δεν μας είπαν ποτέ να κοιτάξουμε ένα δένδρο, ένα λουλούδι, ένα πουλί ή ένα ποτάμι; Μήπως επειδή έχουμε κάνει τη ζωή μας μηχανική; Μήπως συμβαίνει λόγω του υπερπληθυσμού, όπου για κάθε δουλειά υπάρχουν χιλιάδες που την έχουν ανάγκη; Ή μήπως οφείλεται στην αλαζονεία, στην αλαζονεία για τις ικανότητές μας, στην αλαζονεία για τη φυλή μας, στην αλαζονεία για την πανούργα  σκέψη μας; Νομίζετε ότι αυτό είναι;


* Dhoti. Παραδοσιακό Ινδικό είδος παντελονιού.

Από το μπλογκ του  Παραμυθά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου